- καμώματα
- τα1) жеманство, притворство; 2) притворный отказ;
άσε τα καμώματα — перестань ломаться, капризничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσε τα καμώματα — перестань ломаться, капризничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
παιδιαροκαμώματα — τα 1. καμώματα μικρού παιδιού, επιπόλαιες πράξεις, ανόητα φερσίματα 2. συνεκδ. φερσίματα ενηλίκων που αρμόζουν σε μικρά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιαρ ίζω / παιδιαρίστικος + καμώματα] … Dictionary of Greek
Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… … Dictionary of Greek
Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 … Wikipedia
Oréstis Láskos — (grec moderne : Ορέστης Λάσκος) né à Éleusis le 11 novembre 1907 et mort à Athènes le 17 octobre 1992 était un poète, acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер … Википедия
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… … Dictionary of Greek
ενδιαθρύπτομαι — ἐνδιαθρύπτομαι (Α) κάνω νάζια, καμώματα, τάχα ότι δεν θέλω κάτι … Dictionary of Greek